- βροντοκόπημα
- τοσυνεχές και ισχυρό χτύπημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βροντοκοπώ. Η λ. στον πληθ. (βροντοκοπήματα, τα) μαρτυρείται από το 1812 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βροντοκόπημα — το το βροντοβόλημα: Δεν μπορώ να κοιμηθώ με τέτοια βροντοκοπήματα δίπλα μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)